περικύκλωμα
Смотреть что такое "περικύκλωμα" в других словарях:
περικύκλωμα — το, Ν [περικυκλώνω] περικύκλωση … Dictionary of Greek
κύκλωση — η περικύκλωση, περικύκλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)